προσωποκρατώ

προσωποκρατώ
προσωποκράτησα, προσωποκρατήθηκα, περιορίζω κάποιον με προσωπική κράτηση, με φυλάκιση: Προσωποκρατείται για χρέη προς την τράπεζα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσωποκρατώ — έω, Ν ενεργώ προσωποκράτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπο + κρατώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στο περιοδικό Πανδώρα] …   Dictionary of Greek

  • προσωποκράτηση — η, Ν η προσωρινή στέρηση τής προσωπικής ελευθερίας ενός ατόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσωποκρατώ. Η λ., στον λόγιο τ. προσωποκράτησις, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • προσωποκρατία — η, Ν επικράτηση τών προσώπων και όχι τών αξιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσωποκρατώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Αστυ] …   Dictionary of Greek

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”